αναφτερακίζω
Смотреть что такое "αναφτερακίζω" в других словарях:
αναφτερακίζω — (για πτηνά) ανοιγοκλείνω τα φτερά μου κι ετοιμάζομαι να πετάξω … Dictionary of Greek
αναφτερακίζω — (για πτηνά) ανοιγοκλείνω τα φτερά μου κι ετοιμάζομαι να πετάξω … Dictionary of Greek